κατασκέλλομαι

κατασκέλλομαι
κατασκέλλομαι, [voice] Pass.,
A become a skeleton, wither away,

φαρμάκων Χρείᾳ κατεσκέλλοντο A.Pr.481

: mostly in [tense] pf. [voice] Act. κατέσκληκα, Thphr. CP6.14.11, Luc.Gall.29, Gal.UP8.7, etc.;

ὑπὸ τῶν πόνων Alciphr.3.19

, cf. Luc.Bis Acc.34: [tense] plpf.,

λιμῶ κατεσκλήκει Babr.46.8

; to behard or frozen, Thphr. l.c.: metaph., -εσκληκώς austere, Philostr.VS1.18.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατασκέλλομαι — (Α) 1. γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι («φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο», Αισχύλ.) 2. είμαι σκληρός ή παγωμένος 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κατεσκληκώς, υῑα, ός στρυφνός, αυστηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκέλλομαι «ξεραίνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • κατεσκέλλοντο — κατασκέλλομαι become a skeleton aor ind mid 3rd pl κατασκέλλομαι become a skeleton imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκέλλειν — κατασκέλλομαι become a skeleton pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεσκληκώς — υία, ός (Α κατεσκληκώς, υῑα, ός) (μτχ. παρακμ. τού άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι*) κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”